παραθύρι — και παρεθύρι, το / παραθύριον, ΝΜ παράθυρο μσν. μικρή πλαϊνή θύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραθύρι < παραθύρ ιον, υποκορ. τού παραθύρα «πλάγια πόρτα»] … Dictionary of Greek
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia
κουμπιστός — ή, ό [κουμπίζω] αυτός που στηρίζεται, που ακουμπά σε κάτι («κάμποσην ώρα κουμπιστός στέκει στο παραθύρι», Ερωτόκρ.). επίρρ... κουμπιστά 1. με στήριξη σε ραβδί, ακουμπώντας 2. φρ. «κουμπιστά κουμπιστά» σιγά σιγά … Dictionary of Greek
πέρα — ΝΑ επίρρ. 1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.) 2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.) β)… … Dictionary of Greek
παρεθύρι — το βλ. παραθύρι … Dictionary of Greek
ταχιά — Ν επίρρ. 1. αύριο πρωί πρωί 2. όπου νά ναι, σύντομα, σε λίγο («ταχιά θα λογαριαστούμε») 3. (στον Ερωτόκρ.) γρήγορα («και δώσ του το ταχιά στο παραθύρι») 4. φρ. α) «ταχιά ταχιά» νωρίς αύριο το πρωί β) «ώς ταχιά» μέχρι το πρωί γ) «ταχιά κι αργά»… … Dictionary of Greek
καντάδα — η (λ. ενετ.), είδος πολύφωνου τραγουδιού που τραγουδιέται τη νύχτα στους δρόμους με κιθάρα ή άλλα έγχορδα όργανα: Μου κάνουν κάθε βράδυ καντάδα κάτω από το παραθύρι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαγναντεύω — και ξαγναντώ ξαγνάντεψα, βλέπω από μακριά, διακρίνω: Την ξαγναντεύει η μάνα της απ ώριο παραθύρι (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεπλέκω — ξέπλεξα, ξεπλέχτηκα, ξεπλεγμένος 1. ανοίγω τις πλεξούδες γυναικείων μαλλιών: Με ξεπλεγμένα τα μαλλιά βγήκε στο παραθύρι. 2. διαλύω, χαλνώ, αποσυνδέω κάτι που είναι πλεγμένο: Έκανα ένα λάθος στην πλέξη και ξέπλεξα όλο το πλεχτό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσμένω — πρόσμεινα, αναμένω, ελπίζω, καρτερώ: Κι ακουμπισμένη σ ένα παραθύρι... προσμένει το φτωχό καραβοκύρη (Πορφύρας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)